νευρωσικός

νευρωσικός
-ή, -ό [νεύρωση]
αυτός που πάσχει από νεύρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νευρωτικός — ή, ό 1. (για φάρμακο) αυτός που επιδρά στα νεύρα 2. αυτός που προξενεί νεύρωση 3. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νεύρωση, νευρωσικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotic < νευρώνω, κατά τον τύπο ναρκώνω ναρκωτικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”